λίαν

λίαν
(AM λίαν, Α ιων. και επικ. τ. λίην, Μ και λία)
επίρρ. πολύ, πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «λίην γὰρ μέγα εἶπες», Ομ. Οδ.
β. «λίην ἄχθομαι ἕλκος»)
νεοελλ.
φρ. «λίαν καλώς» — ο δεύτερος κατά σειρά αξίας μετά το «άριστα» βαθμός αξιολόγησης στα σχολεία
αρχ.
1. (συχνά μεταξύ άρθρου και προσδιοριζόμενου ονόματος με επιθετική χρήση) υπερβολικός («διὰ τὴν λίαν φιλότητα βροτῶν», Αισχύλ.)
2. (με ουδ. άρθρ. ως ουσ.) τὸ λίαν
η υπερβολή («τὸ λίαν οὔτ' ἐκεῑν' ἐπῄνεσα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για μια αιτιατική πού χρησιμοποιήθηκε επιρρηματικά, όπως τα δήν, πλήν. Παραμένει αμφίβολο αν το θ. τού τ. λί- είναι αρχικό ή αν αποτελεί συντετμημένη, εκφραστική λαϊκή μορφή τού αρχικού θ. Κατ' άλλους, ο τ. συνδέεται με το αυξητικό μόριο λα-, λαι- (πρβλ. λαι-σποδίας «ακόλαστος») και το επίρρ. λέως, λείως τού επιθ. λεῑος (πρβλ. λεώλεθρος, λεώλης), απόψεις που δεν φαίνονται πολύ πιθανές].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λίαν — λίᾱν , λίαν very indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τύχην ἔχεις, κάθευδε, μὴ λίαν πόνει. — См. Со счастьем на клад набредешь, без счастья и гриба не найдешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • λίην — λίαν very epic ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λι — (I) λῑ (Α) επίρρ. λίαν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού λίαν (πρβλ. λι πόνηρος «λίαν πονηρός»)]. (II) το μετρολ. κινεζική μονάδα μήκους ίση με το 1/3 τού μιλίου, δηλ. ίση με 536 μέτρα …   Dictionary of Greek

  • BELISARIUS — Iustiniani Imperatoris Dux, Graecus; Persas sub Mithridate Rege in Oriente vicit, Vandalos in Africa, ductô in triumpho Gilismere, sicque Africam a 170. an. ab Imperio revulsam, ei iterum adiunxit. Gotthos in Italia, captô Vitige Rege eôque cum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PAEDEROS — herba, quae alias caerefolium sive acanthus, unde paederotinas vestes Veterib. usitatas nomen traxisse nonnulli volunt. Sed herbae illae vim non habent tingendi, nec ullum follô vel flore colorem praeferunt, cuius nomne aut similitudo in vestes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λην — λήν (Α) [λίαν] (κατά τον Ησύχ.) «λίαν» …   Dictionary of Greek

  • λιάζω — (I) λιάζω (Α) βλ. λιάζομαι. (II) λιάζω (Α) [λίαν] 1. βρίσκομαι σε υπέρμετρο ενθουσιασμό 2. (κατά τον Φώτ.) «λιάζειν λίαν ἐσπουδακέναι». (III) και ηλιάζω (AM ἡλιάζω) εκθέτω κάτι στην επίδραση τών ηλιακών ακτίνων, απλώνω κάτι στον ήλιο νεοελλ. παθ …   Dictionary of Greek

  • λιπόνηρος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λίαν πονηρός». [ΕΤΥΜΟΛ. < λῖ (άλλος τ. τού επιρρ. λίαν) + πονηρός] …   Dictionary of Greek

  • ραντάρ — (radar, από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων radio detection and ranging = ραδιοεντοπισμός και μέτρηση της απόστασης). Ηλεκτρονική συσκευή που εκμεταλλεύεται το φαινόμενο της ανάκλασης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και χρησιμοποιείται για τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”